H αναιμία είναι μια κοινή διαταραχή του αίματος που οφείλεται στη μειωμένη παραγωγή αιμοσφαιρίνης ή την αλλοίωση της αιμοσφαιρίνης (π.χ. στη δρεπανοκυτταρική αναιμία η αιμοσφαιρίνη έχει ανώμαλο σχήμα, κάτι που οφείλεται σε κληρονομική μετάλλαξη).
Η αιμοσφαιρίνη είναι μια πρωτεΐνη των ερυθρών αιμοσφαιρίων η οποία περιέχει σίδηρο. Ο κύριος ρόλος της είναι να δεσμεύει το οξυγόνο από τους πνεύμονες στο αίμα και στη συνέχεια να το απελευθερώνει στους ιστούς.
Ο σίδηρος, ως μέρος της αιμοσφαιρίνης, συμβάλλει στην πρόσδεση του οξυγόνου στο μόριο της αιμοσφαιρίνης. Στη συνέχεια, η αιμοσφαιρίνη μεταφέρει το διοξείδιο του άνθρακα (παράγεται ως άχρηστο προϊόν της αναπνοής) στους πνεύμονες για να αποβληθεί με την εκπνοή.
Όταν η αιμοσφαιρίνη είναι μειωμένη, το σώμα δεν παίρνει αρκετό οξυγόνο, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η συνολική υγεία.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αναιμία μπορεί να αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη διατροφή, μόνο όμως αν διαγνωστεί εγκαίρως.
Η αναιμία προκαλείται από έλλειψη σιδήρου, η απορρόφηση του οποίου ενισχύεται από το ασκορβικό οξύ, τη γνωστή σε όλους βιταμίνη C.
Η προσθήκη φρούτων πλούσιων σε βιταμίνη C στη διατροφή, μπορεί να βοηθήσει στη ρύθμιση της πρόσληψης σιδήρου και τελικά στην αύξηση της αιμοσφαιρίνης.